φραστικῶς

φραστικῶς
φραστικός
indicative
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαξιφίζομαι — (Α διαξιφίζομαι) (αποθ.) [ξιφίζω < ξίφος] μάχομαι με ξίφος, ξιφομαχώ νεοελλ. διαπληκτίζομαι φραστικώς …   Dictionary of Greek

  • φραδής — ές, και φραδύς, εῑα, ύ, Α συνετός, έμπειρος («φραδέος νόου ἔργα τέτυκται», Ομ. Ιλ.). επίρρ... φραδῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «φραστικῶς, φανερῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά μόνον μία φορά στον τ. γεν. φραδέος, από τον οποίο ορισμένοι μελετητές έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”